υπέχω

υπέχω
ὑπέχω ΝΜΑ [ἔχω]
νεοελλ.-αρχ.
φρ. α) «υπέχω λόγον» — υπόκειμαι σε λογοδοσία, καλούμαι να λογοδοτήσω
β) «υπέχω ευθύνην [ή «ευθύνας]» — είμαι υπεύθυνος για κάτι
γ) «υπέχω δίκην» — δικάζομαι
μσν.-αρχ.
1. υποκλίνομαι («ὑπέχουσι τῇ εὐλογίᾳ τὴν κεφαλήν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. υποφέρω, υφίσταμαι δεινά
3. κρατώ σταθερά, εξασφαλίζω
αρχ.
1. τοποθετώ, βάζω κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποσχὼν θηλέας ἳππους», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως σχετικά με αγγεία) κρατώ κάτω από άλλο («τὴν κυνέην... ὑπέσχε τε καὶ ἔσπενδε», Ηρόδ.)
3. παρέχω, χορηγώ («καὶ πάνθ' ὑπέχειν πλὴν ὧν σύνοιδεν ἡ κύλιξ», Αριστοφ.)
4. υποβαστάζω, υποστηρίζω («αἱ μὲν πρότεραι ἁψῑδες ὑπέχουσι τοὺς ὤμους τῶν ἵππων», Ηρόδ.)
5. υπόκειμαι σε κάτι («τῆς αἰτίας τῶν κινδύνων οἱ αὐτοὶ τὴν τιμωρίαν ὑφέξετε», Θουκ.)
6. υποστηρίζω κάποια θέση, κάποια άποψη
7. (το μέσ.) ὑπέχομαι
υπόσχομαι
8. φρ. α) «ὑπέχω χεῑρα» — απλώνω το χέρι για να μού δώσουν κάτι (Ομ. Ιλ.)
β) «ὑπέχω τὴν χεῑρα» — δωροδοκούμαι (Δημοσθ.)
γ) «ὑπέχω οὖς» — παρέχω ευήκοον ους, ακούω με προσοχή ή με ευμένεια (Σιμων., Πρόκλ.)
δ) «ὑπέχω μαστὸν [ή θηλήν]» — βάζω το νεογνό να θηλάσει (Ευρ., Πλούτ.)
ε) «ὑπέχω ἐμαυτόν τινι» — τίθεμαι στη διάθεση κάποιου, ακολουθώ κάποιον (Πλάτ.)
στ) (με απρμφ.) «ὑπέχω τινί...» — επιτρέπω σε κάποιον να... (Πλάτ.)
ζ) «ὑπέχω αἰτίαν τινός» — αντιμετωπίζω κατηγορία για κάποιο αδίκημα (Αντιφ., Πλάτ.)
η) «ὑπέχω δίκην τινός» — έχω να λογοδοτήσω στη δικαιοσύνη για κάτι (Ηρόδ.)
θ) «ὑπέχω φόνον τινός» — λογοδοτώ για τον φόνο κάποιου (Ευρ.)
ι) «ὐπέχω τινί τι» — προκαλώ κάτι σε κάποιον (Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέχω — hold under pres subj act 1st sg ὑπέχω hold under pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέχετε — ὑπέχω hold under pres imperat act 2nd pl ὑπέχω hold under pres ind act 2nd pl ὑπέχω hold under imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέχῃ — ὑπέχω hold under pres subj mp 2nd sg ὑπέχω hold under pres ind mp 2nd sg ὑπέχω hold under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεχόντων — ὑπέχω hold under pres part act masc/neut gen pl ὑπέχω hold under pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεῖχον — ὑπέχω hold under imperf ind act 3rd pl ὑπέχω hold under imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχομένων — ὑπέχω hold under aor part mid fem gen pl ὑπέχω hold under aor part mid masc/neut gen pl ὑπισχνέομαι take upon oneself aor part mid fem gen pl ὑπισχνέομαι take upon oneself aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχήσει — ὑπέχω hold under fut ind mid 2nd sg ὑπέχω hold under fut ind act 3rd sg ὑπισχνέομαι take upon oneself fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχήσοντα — ὑπέχω hold under fut part act neut nom/voc/acc pl ὑπέχω hold under fut part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχόμενον — ὑπέχω hold under aor part mid masc acc sg ὑπέχω hold under aor part mid neut nom/voc/acc sg ὑπισχνέομαι take upon oneself aor part mid masc acc sg ὑπισχνέομαι take upon oneself aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσχόντα — ὑπέχω hold under aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπέχω hold under aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”